
Σύμφωνα με την Icap Group ή πώληση των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας παρουσίασε αύξηση 6% το 2009 σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, ενώ αναμένεται να αυξηθεί κατά μία ή δύο ποσοστιαίες μονάδες το 2011 και 2012.
Στην οικονομική κρίση αποδίδεται το παραπάνω φαινόμενο, καθώς τα προϊόντα αλλά και συγκεκριμένα τα τρόφιμα ιδιωτικής ετικέτας φτάνουν στα ράφια συχνά με τιμή μειωμένη ακόμα και κατά 50% από το αντίστοιχο προϊόν με brand name. Δεν είναι λίγοι όμως αυτοί που υποστηρίζουν, ότι αυτή η μεταβολή του αγοραστικού κοινού, στηρίζετε στην σταθερότητα και την αξιοπιστία των εταιριών που βρίσκονται πίσω από την ιδιωτική ετικέτα, τα οποία συνήθως είναι μεγάλα super market.
Το ερώτημα πολλών καταναλωτών, είναι πως καταφέρνουν να είναι τόσο φτηνότερα τα συγκεκριμένα προϊόντα. Ένα μεγάλο μερίδιο του κόστους τους μειώνετε λόγο της μη χρήσης της διαφήμισης από τα μέσα για προωθητικούς λόγους, όπως υποστηρίζετε από τις εν λόγω εταιρείες. Κάποιοι δύσπιστοι όμως θεωρούν ότι η τιμή των προϊόντων αυτών δείχνει ότι είναι κατώτερης ποιότητας. Θεωρίες συνωμοσίας θέλουν τις μεγάλες βιομηχανίες τροφίμων να συσκευάζουν με ιδιωτικές ετικέτες τρόφιμα β’ διαλογής ή ελαττωματικές παρτίδες ή ακόμα και αν υπάρχει δεύτερη γραμμή παραγωγής τότε εκεί χρησιμοποιούνται κατώτερες πρώτες ύλες. Η δική μου ερώτηση στο συγκεκριμένο σημείο, είναι αν μια μεγάλη αλυσίδα πώλησης τροφίμων, θα ρίσκαρε να αμαυρώσει το όνομά της, πουλώντας ένα τρόφιμο χαμηλής ποιότητας…
Από την άλλη πλευρά, τα τρόφιμα που φέρουν brand name σε σπάνιες περιπτώσεις έχουν κατηγορηθεί για αλλοιώσεις και για χαμηλή ποιότητα. Σίγουρα η τιμή τους αποτελεί πρόβλημα για τον καταναλωτή, αλλά τελικά μήπως αυτή αυξάνεται λόγω των εκτεταμένων ελέγχων και των αυστηρών διεργασιών των πρώτων υλών κατά την παραγωγή;
Από τη μεριά του καταναλωτή, είτε το συσκευασμένο τρόφιμο που αγοράζει παρουσιάζεται με Private label είτε με brand name, σύμφωνα με το www.eufic.org απαραίτητο κρίνεται να φέρει τις κάτωθι πιστοποιήσεις για να είναι ασφαλές και ποιοτικό.
- GMP ή Good Manufacturing Practices (ή αλλιώς Ορθή Βιομηχανική Πρακτική). Περιλαμβάνει τους όρους επεξεργασίας και τις διαδικασίες που αποδεδειγμένα παρέχουν σταθερή ποιότητα και ασφάλεια με βάση την πολύχρονη εμπειρία.
- HACCP ή Hazard Analysis Critical Control Points (ή αλλιώς Ανάλυση Κινδύνων & Κρίσιμα Σημεία Ελέγχου). Ενώ τα παραδοσιακά προγράμματα διασφάλισης της ασφάλειας έχουν ως στόχο τον εντοπισμό προβλημάτων στο τελικό προϊόν, το HACCP, μια πρόσφατη δυναμική τεχνική, εστιάζει στον εντοπισμό πιθανών προβλημάτων και τον έλεγχο κατά τη διάρκεια του σχεδιασμού και την ίδια την διαδικασία παραγωγής.
- Quality Assurance Standards (ή αλλιώς Πρότυπα Διασφάλισης Ποιότητας) είναι πρότυπα Διασφάλισης Ποιότητας που έχει θεσπίσει ο Διεθνής Οργανισμός Τυποποίησης (ISO 9000) και ο αντίστοιχος Ευρωπαϊκός (ES 29.000) και εξασφαλίζουν ότι η επεξεργασία τροφίμων, από βιομηχανίες τροφίμων ή τροφοδοσίας, (catering) συμμορφώνονται με τις προκαθορισμένες διαδικασίες. Η αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων αυτών είναι η τακτική αξιολόγηση από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες.
Αφού λοιπόν διασφαλίσουμε ότι ένα τρόφιμο είναι ασφαλές, τότε είναι στην προσωπική εκτίμηση του κάθενός, αναλογιζόμενος τη τιμή αλλά και την γεύση αν θα προτιμήσει να αγοράσει τρόφιμο με Brand name ή κάποιο άλλο αντίστοιχο ιδιωτικής ετικέτας .
Επιμέλεια:
Μαρία Τουμπή, Msc
Κλινική Διατροφολόγος - Διαιτολόγος
Πηγή: http://networkedblogs.com/kY4zA
Tα privet labels έχουν αρχίσει να αναπτύσσονται σημαντικά τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Στο εξωτερικό, για να μιλήσω εμπειρικά, στην Γαλλία και Αγγλία, είναι ήδη καθεστώς. Όλοι οι μεγάλοι λιανέμποροι, όπως Casino και Carrefour στην Γαλλία ή από Tesco μέχρι Waitrose στην Aγγλία, έχουν δημιουργήσει privet labels όχι απλά σε σχεδόν όλα προϊόντα διατροφής αλλά επιπλέον έχουν αναπτύξει και μια νέα κατηγορία προϊόντων υψηλής ποιότητας privet label π.χ τα “finest “ στα Tesco τα οποία είναι πραγματικά πολύ καλά προϊόντα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣχετικά με τα standards ποιότητας πρέπει να έχουμε υπόψιν μας το εξής. Τα πρότυπα που προσδιορίζονται από τους οργανισμούς που αναφέρθηκαν στο άρθρο, αφορούν τον τρόπο παραγωγής και την τελική ποιότητα του προϊόντος. Το να καλύπτει κάποιο προϊόν αυτά τα standards, που ανάλογα με την χώρα μπορεί να είναι και άλλα περισσότερα, το μόνο που εξασφαλίζει είναι ότι είναι αποδεκτά και νόμιμα να διατεθούν εμπορικά, δηλαδή ότι είναι ασφαλή για τον καταναλωτή. Για παράδειγμα, πιστεύετε ότι τόσα γενετικά μεταλλαγμένα τρόφημα που κυκλοφορούν, είναι παράνομα? Δεν καλύπτουν κάποια δεδομένα κριτήρια και ελέγχους? Είναι όμως ευεγερτικά για την υγεία? Το θέμα ποιότητας λοιπόν έρχεται μετά από τις πιστοποιήσεις. Σχετικά με την διαφορά ποιότητας νομίζω ότι μία έρευνα από χημικους και διατροφολόγους θα μπορούσε να δείξει την διαφορά στην διατροφική αξία μεταξύ των 2 κατηγοριών, εάν υπάρχει κάποια φυσικά.
Όσον αφορα τα brands τώρα. Η τιμή τους σίγουρα περιλαμβάνει και το κόστος marketing και έρευνας που συνηθως δεν έχουν, όχι στον ίδιο βαθμό τουλάχιστον, τα privet labels. Το brand επίσης εξασφαλίζει μια δεδομένη ποιότητα για τον καταναλωτή οποίος γνωρίζει και εμπιστεύεται ένα δεδομένο σύνολο χαρακτηριστικών που αντιπροσωπεύουν ένα brand. (Ο όρος brand χρησημοποιείται εδώ με τον τρόπο που χρησιμοποιείται και στο άρθρο. Γιατί εάν το καλοσκεφτούμε και τα privet labels είναι branded προϊόντα των super market). Επιπλέον ένα branded προϊόν εξυπηρετεί και κάποιες ψυχολογικές ανάγκες του καταναλωτή, οι οποίες παίζουν καί αυτές καθοριστικό ρόλο στην διαδικασία επιλογής.
Πιστεύω ότι η ποιότητα για τα προϊόντα διατροφής θα έπρεπε να είναι το πρωταρχικό κριτήριο επιλογής. Οι καταναλωτές θα πρέπει να επιλέγουν περισσότερη ποιότητα και λιγότερη ποσότητα. Το πώς ορίζεται η ποιότητα στα διατροφικά προϊόντα, νομίζω ότι θα ήταν πιο σκόπιμο να ειπωθεί από έναν χημικό ή τεχνολόγο τροφίμων, διαιτολόγο ή ακόμη και γιατρό παρά από έναν marketer.